- μεταμέλει
- μεταμέλει (Α)απρόσ. βλ. μεταμελούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταμελεῖ — μεταμελέομαι feel repentance pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέλει — μεταμέλομαι feel repentance pres ind mp 2nd sg μεταμέλομαι feel repentance pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] … Dictionary of Greek